- Λίνε, Καρλ φον-
- (Carl von Linné). Σουηδός φυσιολόγος. Βλ. λ. Λινναίος, Κάρολος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
Λινναίος, Κάρολος — (Ρασχούλτ, Σουηδία 1707 – Ουψάλα 1778). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Σουηδού φυσιοδίφη Καρλ φον Λίνε (Carl von Linné). Σπούδασε ιατρική, ασχολήθηκε όμως με τη βοτανική και έγινε καθηγητής της βοτανικής στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα το 1741 … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek